Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Σημεία ομιλίας Ελίζας Βόζεμπεργκ στην εκδήλωση «Ενωμένοι για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών»



«Ενωμένοι για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών»

  • Η έμφυλη βία αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες και ταυτόχρονα πιο επαίσχυντες μορφές παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα εντείνει την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
  • Η βία κατά των γυναικών και ιδίως η ενδοοικογενειακή βία, συνιστά την πιο συχνή μορφή βίας στην εποχή μας.
  • Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό της ενδοοικογενειακής βίας στην ΕΕ εμφανίζεται σημαντικά υψηλό, αφού το 22% των γυναικών έχουν εμπειρία σωματικής βίας, ενώ το 43% έχει υποστεί κάποια μορφή ψυχολογικής βίας από τον σύντροφό του.
  • Ο όρος “βία κατά των γυναικών”, σύμφωνα με τον ορισμό που υιοθετήθηκε από την 4η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Γυναικών, περιλαμβάνει «κάθε πράξη βίας που στηρίζεται στο φύλο και έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα, την σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας είτε αυτό προκύπτει στην δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή».
  • Όπως προκύπτει από τον παραπάνω ορισμό η βία κατά των γυναικών εκδηλώνεται με διάφορες μορφές : ως ενδοοικογενειακή βία, βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, trafficking (παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων), πορνεία, ψυχολογική βία, mobbing (ψυχολογική παρενόχληση σε χώρους εργασίας), stalking (επίμονη παρακολούθηση) και τα τελευταία χρόνια ως παρενόχληση μέσω διαδικτύου.
  • Υπάρχει επίσης μια ακραία μορφή βίας που εκδηλώνεται με τον σεξουαλικό ακρωτηριασμό κοριτσιών, κυρίως σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, σπανιότερα ακόμη και της Ευρώπης, υπό το μανδύα του εθίμου και της τοπικής ή θρησκευτικής παράδοσης.
  • Οι ανωτέρω μορφές βίας κατά των γυναικών παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και απαιτούν συντονισμένες δράσεις και εκστρατείες πρόληψης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για την αποτελεσματική τους αντιμετώπιση.
  • Από σχετική μελέτη του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν πρόσφατα στις Βρυξέλλες, προκύπτει ότι μία στις τρεις γυναίκες στην Ευρώπη έχει πέσει θύμα σωματικής ή σεξουαλικής επίθεσης. Στην εν λόγω έρευνα συμμετείχαν συνολικά 42.000 γυναίκες (1.500 γυναίκες από κάθε ένα εκ των 28 κρατών μελών).
  • Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των γυναικών, που έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση στην Ελλάδα ανέρχεται στο 25%, είναι δηλαδή πιο χαμηλό από τον προαναφερθέντα ευρωπαϊκό μέσο όρο του 33%.
  • Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η παραπάνω θετική απόκλιση για τη χώρα μας οφείλεται στο γεγονός ότι σε άλλες χώρες – ιδίως του ευρωπαϊκού βορά – οι γυναίκες ενθαρρύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό να καταγγείλουν τις εις βάρος τους πράξεις, σε αντίθεση με τη χώρα μας, όπου είναι υψηλός ο αριθμός των μη καταγγελθέντων περιστατικών.
  • Πολλές γυναίκες, που πέφτουν θύματα βίας, διστάζουν να καταγγείλουν τις εις βάρος τους πράξεις δέσμιες φόβου, ντροπής, κοινωνικών αντιλήψεων και οικονομικής ή συναισθηματικής εξάρτησης από τους θύτες.
  • Μάλιστα επειδή ιδίως η ενδοοικογενειακή βία δύσκολα γνωστοποιείται ακόμη και στο στενό κύκλο του θύματος, επικρατεί η λανθασμένη αντίληψη ότι το φαινόμενο αφορά μεμονωμένες πληθυσμιακές ομάδες. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική, καθώς κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας πίσω από τις “κλειστές πόρτες” συμβαίνουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
  • Περαιτέρω η οικονομική κρίση, εξαιτίας της οποίας εκτοξεύθηκαν οι δείκτες φτώχειας και ανεργίας, δημιούργησε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας, έντασης και ανασφάλειας, κάτι που συνιστά πρόσφορο έδαφος για την έξαρση φαινομένων βίας.
  • Εκτός των άλλων προφανών συνεπειών, το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών συνεπάγεται και οικονομικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει την περίθαλψη από τις δομές σωματικής και ψυχικής υγείας, τις αναρρωτικές άδειες, την απουσία του θύματος της επίθεσης από την εργασία του, αλλά και την περαιτέρω επιβάρυνση του ήδη υπερφορτωμένου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
  • Κατά κοινή ομολογία το σχολείο και η οικογένεια είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις των νέων ανθρώπων. Υπό το πρίσμα αυτό το σχολείο εκτός από τις αμιγώς μορφωτικές ανάγκες των παιδιών, θα πρέπει να μεριμνά για την εξοικείωση των μαθητών από μικρή ηλικία με τις έννοιες της ισότητας των δύο φίλων και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
  • Περαιτέρω, με δεδομένη τη μεγάλη διεισδυτικότητα των ΜΜΕ, είναι σημαντικό να τηρείται από την πλευρά τους ένας στοιχειώδης “κώδικας δεοντολογίας”, με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των γυναικών. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να μην εμφανίζεται η βία κατά των γυναικών ως “φυσιολογική” ή κοινωνικά αποδεκτή.
  • Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να μας προβληματίσει η διάχυτη βία στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που έχει οδηγήσει στο γνωστό θλιβερό αποτέλεσμα ένα παιδί μέχρι την ενηλικίωσή του να έχει παρακολουθήσει χιλιάδες φόνους και σκηνές ωμής βίας. Η προφανής συνέπεια είναι να εντείνεται η επιθετικότητα των νέων ανθρώπων και παράλληλα να δημιουργούνται επικίνδυνα πρότυπα βίαιης συμπεριφοράς των σημερινών παιδιών και αυριανών ενηλίκων.
  • Επιπρόσθετα η αναπαραγωγή από τα ΜΜΕ αρνητικών ή ακόμη και προσβλητικών στερεοτύπων για το γυναικείο φύλο, μέσα από εφημερίδες, περιοδικά, ταινίες, διαφημίσεις, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. υπονομεύει τη θέση της γυναίκας και δημιουργεί ένα πρόσφορο έδαφος για παραβίαση των δικαιωμάτων της, με πιο ακραία μορφή τα φαινόμενα της εις βάρος της βίας.
  • Αυτές οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις για τη θέση των δύο φύλων μέσω των ανωτέρω μηχανισμών αναπαραγωγής, η επίδραση των οποίων είναι διαρκής και καθημερινή, καταλήγουν στη διάχυση σεξιστικών προιδεάσεων στην κοινωνία, ενισχύοντας σε σημαντικό βαθμό τις έμφυλες διακρίσεις και παρεμποδίζοντας την ισότιμη ανάπτυξη των γυναικών.
  • Σύμφωνα με τον ορισμό, που έχει υιοθετηθεί από την αρμόδια επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ισότητα των φύλων, «Τα στερεότυπα βασίζονται σε κοινωνικά κατασκευασμένες αντιλήψεις, πρακτικές και πεποιθήσεις». Από τη στιγμή που τα στερεότυπα δεν λαμβάνουν υπόψη το κοινωνικό περιβάλλον ή τις προσωπικές και έμφυτες ικανότητες κάθε ατόμου, τείνουν να χαρακτηριστούν ως προκαταλήψεις, η εξάλειψη των οποίων απαιτεί την ανάληψη σχετικής πολιτικής πρωτοβουλίας, στην περίπτωση της ΕΕ από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
  • Αυτό που θα πρέπει να αναδειχθεί κατά τη χάραξη της εν λόγω πολιτικής είναι οι πολλαπλές προκαταλήψεις που υφίστανται ακόμη και σήμερα οι γυναίκες και έχουν ως αποτέλεσμα το γυναικείο φύλο όχι μόνο να υποεκπροσωπείται σε θέσεις ευθύνης, αλλά και να υποαμοίβεται σε σύγκριση με τους άνδρες για την παροχή της ίδιας εργασίας.
  • Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης : Στον ευρωπαϊκό χώρο σημαντική πρωτοβουλία από την πλευρά του Συμβουλίου της Ευρώπης υπήρξε η υπογραφή το 2011 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών. Πρόκειται για το πρώτο διεθνές κείμενο για την πρόληψη της βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των δραστών, το οποίο θέτει το ζήτημα της βίας στο πλαίσιο της ανισότητας των φύλων. Πιο συγκεκριμένα :
  • Α) Για την πρόληψη : Η Σύμβαση προβλέπει την εκπαίδευση των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, την διοργάνωση ενημερωτικών εκστρατειών, την ένταξη στην εκπαιδευτική ύλη θεμάτων όπως η ισότητα των φύλων και η επίλυση συγκρούσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις, την πραγματοποίηση προγραμμάτων θεραπείας για τους δράστες ενδοοικογενειακής βίας και την συνεργασία με τα ΜΜΕ με στόχο την εξάλειψη των αρνητικών στερεοτύπων.
  • Σχετικά με την αξία της πρόληψης αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με σχετικές μελέτες το κόστος αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών είναι 20 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με το κόστος της πρόληψης του φαινομένου.
  • Β) Για την προστασία των θυμάτων : Η Σύμβαση παρέχει την εξουσία στην αστυνομία να απομακρύνει το δράστη ενδοοικογενειακής βίας από το σπίτι, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την πρόσβαση των θυμάτων στην πληροφόρηση για τα δικαιώματά τους και τις διαθέσιμες υπηρεσίες, τη λειτουργία ξενώνων και τη λειτουργία δωρεάν τηλεφωνικών γραμμών στήριξης.
  • Γ) Για τη δίωξη των δραστών : Η σύμβαση προβλέπει την ποινικοποίηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών. Τα κράτη μέλη οφείλουν να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο τις αναγκαίες ρυθμίσεις προκειμένου να καλύψουν τα σχετικά κενά που τυχόν υφίστανται.
  • Δ) Για τις ολοκληρωμένες πολιτικές : Η σύμβαση προβλέπει τις συντονισμένες δράσεις όλων των εμπλεκόμενων φορέων, όπως οι κυβερνητικές δομές, η δικαστική εξουσία και οι ΜΚΟ, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
  • Ε) Για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης : Η Σύμβαση προβλέπει έναν μηχανισμό παρακολούθησης με στόχο την αξιολόγηση της εφαρμογής των όρων της στην πράξη. Ο εν λόγω μηχανισμός αποτελείται από μία ομάδα εμπειρογνωμόνων και από την Επιτροπή των μερών, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των κρατών μελών.
  • Όμως τον Μάιο του 2011 την εν λόγω Σύμβαση υπέγραψαν τα 23 από τα συνολικά 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στη συνέχεια προσχώρησαν στη Σύμβαση άλλες 13 ευρωπαϊκές χώρες, ενώ 11 κράτη μέλη δεν έχουν προβεί σε καμία ενέργεια. Αλλά και από τις χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση μόλις οι 16 την έχουν κυρώσει. Ο λόγος είναι το υψηλό κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της. Η Ελλάδα την έχει μεν υπογράψει, αλλά ακόμη δεν έχει προχωρήσει στη διαδικασία κύρωσης.
  • Είναι αδήριτη η ανάγκη κύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να γίνει πράξη η αποτελεσματική προστασία των κακοποιημένων γυναικών.
  • Μία από τις συνέπειες της μη κύρωσης της Σύμβασης είναι η μη επαρκής νομική κάλυψη συγκεκριμένων περιπτώσεων βίας κατά των γυναικών από το εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών, όπως για παράδειγμα αυτών της σεξουαλικής παρενόχλησης ή της επίμονης παρακολούθησης.
  • Μία ακόμη συνέπεια είναι η αδυναμία ειδικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με τα θύματα της βίας (αστυνομικοί, γιατροί, δικαστικοί λειτουργοί κ.λπ.), λόγω έλλειψης πόρων.
  • Συνοψίζοντας θα ήθελα να τονίσω ότι τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις για το ρόλο των δύο φύλων, ο φόβος του κοινωνικού διασυρμού και το έλλειμμα παιδείας και ενημέρωσης είναι οι βασικοί παράγοντες, που ευνοούν την εκδήλωση κρουσμάτων βίας κατά των γυναικών.
  • Απέναντι σε αυτούς τους παράγοντες οφείλουμε να αντιτάξουμε την ενθάρρυνση των θυμάτων να καταγγέλλουν κάθε περιστατικό βίας, την έμπρακτη στήριξη των γυναικών που δοκιμάζονται από τέτοιες καταστάσεις, την ενίσχυση των δομών υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών και την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης των δραστών, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
  • Από τη θέση μου ως μέλος της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εργάζομαι από την πρώτη στιγμή και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για μια Ευρώπη απαλλαγμένη από τον κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών και την έμφυλη βία, φαινόμενα που προσβάλλουν βάναυσα όχι μόνο τις γυναίκες, αλλά πάνω απ’ όλα τις θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού.