Με μια λιτή και ανεπαρκή απάντηση, ανταποκρίθηκε η Επιτροπή στο ερώτημα του Ευρωβουλευτή Κ. Χρυσόγονου για τις πρωτοφανείς τιμές θερμοκρασιών που παρατηρήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι και τις πρωτοβουλίες που καλείται να πάρει η Ευρώπη. Στην απάντηση του ο Arias Cañete, ως Επίτροπος Δράσης για το Κλίμα, στάθηκε στην προοπτική επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί για το 2020 και στην πιθανή υιοθέτηση νομικά δεσμευτικής συμφωνίας στο προσεχές μέλλον.Ακολουθούν τα κείμενα της ερώτησης και της απάντησης :
Τον Ιούλιο του 2015 η Αμερικανική Εθνική Υπηρεσία για τους Ωκεανούς και την Ατμόσφαιρα έδωσε στη δημοσιότητα έκθεσή της, όπου επισημαίνεται ότι ο Ιούλιος του 2015 ήταν ο πιο θερμός μήνας που καταγράφηκε στην υφήλιο και ότι οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες Ιανουαρίου-Ιουλίου 2015 είναι επίσης υψηλότερες όλων των αντίστοιχων που έχουν ποτέ καταγραφεί (τιμές των ετών 1880-2015)[1].
Η επικίνδυνη αυτή αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως συνέπεια την τήξη των πάγων και την αύξηση του όγκου των υδάτων, δηλαδή τελικά την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, που υπολογίζεται να φθάσει τα 30 ως 90 εκατοστά μέχρι το τέλος του αιώνα[2].
Η ΕΕ είναι Συμβαλλόμενο Μέρος στη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, έχει αρμοδιότητα να λαμβάνει μέτρα στο εσωτερικό της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (άρθρο 191 παρ. 1 ΣΛΕΕ), και έχει αναγάγει την πολιτική για το κλίμα σε πτυχή της διεθνούς διπλωματίας της[3].
Εν όψει των ανωτέρω, ερωτάται η Επιτροπή:
Ποια είναι η μεσοπρόθεσμη και ποια η μακροπρόθεσμη στρατηγική της ΕΕ για την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη; Με ποιες θέσεις και ποιους στόχους προσέρχεται η ΕΕ στην 21η Σύνοδο των Συμβαλλόμενων Μερών της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο στο Παρίσι;
Η επικίνδυνη αυτή αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως συνέπεια την τήξη των πάγων και την αύξηση του όγκου των υδάτων, δηλαδή τελικά την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, που υπολογίζεται να φθάσει τα 30 ως 90 εκατοστά μέχρι το τέλος του αιώνα[2].
Η ΕΕ είναι Συμβαλλόμενο Μέρος στη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, έχει αρμοδιότητα να λαμβάνει μέτρα στο εσωτερικό της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (άρθρο 191 παρ. 1 ΣΛΕΕ), και έχει αναγάγει την πολιτική για το κλίμα σε πτυχή της διεθνούς διπλωματίας της[3].
Εν όψει των ανωτέρω, ερωτάται η Επιτροπή:
Ποια είναι η μεσοπρόθεσμη και ποια η μακροπρόθεσμη στρατηγική της ΕΕ για την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη; Με ποιες θέσεις και ποιους στόχους προσέρχεται η ΕΕ στην 21η Σύνοδο των Συμβαλλόμενων Μερών της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο στο Παρίσι;
Απάντηση του κ. Arias Cañete εξ ονόματος της Επιτροπής (9.11.2015) :
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει σταθερά προς την εκπλήρωση των φιλόδοξων στόχων για το 2020 στον τομέα του κλίματος και της ενέργειας όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) κατά 20 % σε σύγκριση με το 1990, την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κατά 20 % και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20 %. Επιπλέον, η ΕΕ πρόσφατα συναίνεσε στη μείωση των εγχώριων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40 % έως το 2030, στοχεύοντας στην κατανάλωση τουλάχιστον κατά 27 % ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και στη βελτίωση τουλάχιστον κατά 27 % της ενεργειακής απόδοσης.
Στην 21η σύνοδο των συμβαλλομένων μερών στο Παρίσι, η ΕΕ ανέλαβε να εξασφαλίσει την επίτευξη μιας νομικά δεσμευτικής, φιλόδοξης και δίκαιης διεθνούς συμφωνίας καθολικής ισχύος, ικανής να καθοδηγεί την παγκόσμια κοινότητα, ώστε η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να μην υπερβαίνει τους 2 βαθμούς Κελσίου. Η ΕΕ, επομένως, επιδιώκει ευρεία συμμετοχή, φιλόδοξους στόχους και πορείες μείωσης των εκπομπών, ένα ισχυρό σύστημα για την παρακολούθηση της προόδου των στόχων αυτών, μια συμφωνία για την τακτική ενίσχυση των στόχων σε βάθος χρόνου, και τον μακροπρόθεσμο στόχο να μας παρέχει καθοδήγηση για την επίτευξη χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο μέλλον. Οι χώρες θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνονται να διαθέτουν πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική για την απαλλαγή των οικονομιών τους από τις ανθρακούχες εκπομπές, όπως διαθέτει ήδη η ΕΕ.