Με την πλάτη στον τοίχο - Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών
Πριν από λίγες ημέρες είχαμε τη διαρροή πρακτικών συζήτησης μεταξύ Ευρωπαίων αξιωματούχων και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, από τα οποία προκύπτει ότι η Τουρκία δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη με το ποσό των 3 δισ. ευρώ που έλαβε τον Οκτώβριο με αντάλλαγμα τον περιορισμό της προσφυγικής ροής. Αντίθετα, πλέον απαιτεί 3 δισ. ευρώ ανά έτος και θεωρεί ότι μας κάνει και χάρη. Ταυτόχρονα, όπως όλοι ξέρουμε, η προσφυγική ροή δεν έχει μειωθεί καθόλου όλο αυτό το διάστημα και παρά το γεγονός ότι οι καιρικές συνθήκες είναι δυσμενέστατες. Δυστυχώς η Ευρώπη εξακολουθεί να κωφεύει. Η Τουρκία υποβαθμίζει την ανθρώπινη τραγωδία επιλέγοντας την πρακτική του ανατολίτικου παζαριού για να αποσπάσει οικονομικά και γεωπολιτικά ανταλλάγματα. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ σε κοινές περιπολίες για τον περιορισμό της προσφυγικής ροής είναι ακόμα ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Εδώ και μήνες η Τουρκία προσπαθεί να προωθήσει τις κοινές περιπολίες. Φυσικά αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στο θέμα της αρμοδιότητας για την έρευνα και διάσωση, όπου η Αγκυρα επιθυμεί να διχοτομήσει το Αιγαίο. Με δεδομένη την αποτυχία της πρότασης για τις κοινές περιπολίες η Τουρκία απλώς την επανέφερε υπό τον τίτλο της κοινής επιχείρησης του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι παραδοσιακά επιφυλακτική στην εμπλοκή της Συμμαχίας σε κοινές ασκήσεις αλλά και στο ζήτημα των επιχειρησιακών Στρατηγείων στο Αιγαίο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η Αγκυρα προσπαθεί να κερδίσει μικρές υποχωρήσεις, οι οποίες κρινόμενες συσσωρευτικά λειτουργούσαν εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Παρά τα περσινά μαθήματα για τον τρόπο διαπραγμάτευσης του τρίτου Μνημονίου, που πληρώνει πανάκριβα σήμερα ο ελληνικός λαός, στην κυβέρνηση δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι η σπατάλη του χρόνου δεν οδηγεί παρά μόνο σε άτακτες υποχωρήσεις. Ετσι, πριν από λίγες ημέρες, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της κ. Μέρκελ στην Τουρκία, ανακοινώθηκε γερμανο-τουρκική πρόταση συμμετοχής του ΝΑΤΟ στις προσπάθειες για μείωση της προσφυγικής ροής στο Αιγαίο. Και η Ελλάδα πού είναι σε όλα αυτά; Είναι απλά απούσα. Η Αθήνα υπερφαλαγγίστηκε από τον ελιγμό της Αγκυρας και βρέθηκε αιφνιδιασμένη. Παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει λίγα εικοσιτετράωρα από τη συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ στο Λονδίνο, η Ελλάδα φάνηκε να αγνοεί πλήρως την πρόταση για εμπλοκή ΝΑΤΟ, μια και το θέμα δεν είχε συζητηθεί στη βρετανική πρωτεύουσα. Απαιτήθηκε μάλιστα διευκρινιστικό τηλεφώνημα από την Αθήνα στο Βερολίνο για σχετική ενημέρωση. Η διπλωματική μας απομόνωση δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμφανής. Δυστυχώς, όπως έγινε και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ο ερασιτεχνισμός και η ελαφρότητα επικρατούν στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Ετσι, τη στιγμή που ο αρμόδιος υπουργός δήλωνε ότι η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στις περιπολίες είναι φυσικά «κατ’ αρχήν θετική», ο κ. Καμμένος ισχυριζόταν ότι αποδέχτηκε η Ελλάδα την εμπλοκή του ΝΑΤΟ «αλλά με εγγύηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων». Ακόμα πιο παράδοξο είναι το γεγονός ότι η εμπλοκή της Frontex ως ευρωπαϊκής ακτοφυλακής θα αποτελούσε de facto αποδοχή της ελληνικής θέσης, μια και θα επιχειρούσε στο συνολικό εύρος των συνόρων. Αντίθετα, η εμπλοκή του ΝΑΤΟ θα περιοριστεί στο βόρειο Αιγαίο, μια και στα Δωδεκάνησα η Αγκυρα παραδοσιακά ασκεί βέτο. Γιατί όταν τέθηκε το θέμα της μετεξέλιξης της Frontex, όπου θα αποφεύγαμε τη συμμετοχή της Τουρκίας, οι υπουργοί μας έθεσαν θέμα κυριαρχικών δικαιωμάτων ενώ τώρα είναι θετικοί στη συμμετοχή του ΝΑΤΟ; Είναι πραγματικά κρίμα, προσπάθειες δεκαετιών και πάγιες θέσεις της ελληνικής διπλωματίας να ανατρέπονται «στο πόδι» χωρίς καμία σκέψη για τις πιθανές επιπτώσεις. Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα; Η Ελλάδα πρέπει να αναδεικνύει συνεχώς, με συνέπεια και σαφήνεια, το παιχνίδι που παίζει η Τουρκία χρησιμοποιώντας τη θέση μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Πρέπει επίσης να σέβεται τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της συμμετοχής της στη ζώνη Σένγκεν. Δεν υπάρχει λόγος να δίνουμε αφορμές σε τρίτους για να μας κατηγορούν και να δημιουργούν έκτακτες καταστάσεις που δεν ελέγχουμε. Τέλος, πρέπει να είναι αμετακίνητη στις εθνικές θέσεις της όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες.